- στεγαστρίς
- στεγ-αστρίς, ίδος, ἡ,A serving for waterproof covering.
διφθέραι Hdt. 1.194
.II as Subst., prob. roof, OGI109.4 (Antaeopolis, ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διφθέραι Hdt. 1.194
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στεγαστρίς — ίδος, ἡ, Α 1. αυτή που χρησιμεύει ως κάλυμμα («περιτείνουσι διφθέρας οτεγαστρίδας ἔξωθεν», Ηρόδ.) 2. ως ουσ. πιθ. το γείσο οικοδομήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στεγάζω + επίθημα τρίς (πρβλ. αυλη τρίς)] … Dictionary of Greek
στεγαστρίδα — στεγαστρίς serving for waterproof covering. fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεγαστρίδας — στεγαστρίς serving for waterproof covering. fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)